- αδιαφόρετος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε δίνει διάφορο, κέρδος: Αυτός τίποτε δεν κάνει αδιαφόρετα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαφόρετος — η, ο [διαφορώ] 1. αυτός που δεν παρέχει διάφορο, δηλαδή ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, άσκοπος, άχρηστος 2. επίρρ. αδιαφόρετα χωρίς κέρδος ή χωρίς τόκο … Dictionary of Greek
αδιαφόρευτος — η, ο [διαφορεύω] ο αδιαφόρετος* … Dictionary of Greek
αδιαφόρητος — (I) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [διαφορῶ] αυτός που δεν περνά από τους πόρους τού σώματος, δεν εξατμίζεται ή δεν αποβάλλεται με την εφίδρωση. (II) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [ἀδιαφορῶ] αδιαφόρετος, αδιάφορος … Dictionary of Greek